Έχοντας ως αφόρμηση τον νευραλγικό τομέα της Ειδικής Αγωγής και εξετάζοντας αυτόν ως δομικό χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού γίγνεσθαι, αναμφιλέκτως ορίζεται ως αναγκαιότητα η σάρκωση της ελπίδας να διορθωθεί και να αλλάξει προς την κατεύθυνση του «δύνασθαι» η εφαρμογή των θεσμικών μέτρων υλοποίησης αυτής, έχοντας ως στόχο την άρση των συνθηκών που εκθέτουν επανειλημμένα και αδιαλείπτως τους μαθητές με ε.ε.α. (ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες) στην τάξη ενός απαρασάλευτου, φαιού, μειωτικού της ανθρωποποιητικής παίδευσης, ακυρωτικού τρόπου, μη αποδοχής με πραγματιστικούς και ρεαλιστικούς όρους της προσωπικότητας αυτών.
Συγκεκριμένα, η υλοποίηση ορθού στρατηγικού σχεδιασμού οφείλει να μεταβολίζει και να μεταστοιχειώνει την υπονόμευση, τη διαστρέβλωση και την μεμψιμοιρία μιας παγιωμένης ιδεοληπτικής πραγματικότητας αρνητισμού στην αποδοχή του «διαφορετικού», σε ενδυνάμωση της βίωσης ποιοτικής πρόσβασης γνωστικά και παιδαγωγικά των παιδιών με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία ιδιαίτερα στην Α/θμια εκπαίδευση. Αντισταθμίζεται και αποφορτίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο η εναγώνια, αμήχανη -με μείζον συγκινησιακό φορτίο- προσπάθεια των μαθητών με ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα να «προσομοιωθούν» στο εκπαιδευτικό είναι. Θα πρέπει να υπάρξουν κατευθυντήριες ενοποιητικές πρακτικές ισότιμης συμπερίληψης της Ειδικής με την Τυπική Παιδαγωγική, περικλείοντας τις ανάγκες όλων των μαθητών, τυπικών και μη (μη τυπικά παιδιά: ο όρος χαρακτηρίζει επιστημονικά τα παιδιά με ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα).
Αποδυναμώνεται και παροπλίζεται έτσι η ανατροφοδότηση της αδράνειας και της αδιαφορίας, που αισθητοποιούνται μέσω ανορθολογικών εκπαιδευτικών πρακτικών αλλά και ενισχύεται η δύναμη της επιθυμίας να τελεσφορήσει ευεπίφορα η ένταξη της ευπαθέστερης κοινωνικής ομάδας, ως οργανικό μέλος στην σχολική κοινότητα.
Επιπλέον τίθεται ως μέγιστο πρόταγμα η ανάγκη προώθησης ηθικών και επιστημονικών επιχειρημάτων που να συνοψίζουν τον τρόπο υπερκέρασης των «κοινωνικά κατασκευασμένων μειονεκτημάτων». Να φωτίζουν τα αθέατα νήματα της αγνωσίας, η οποία εξυφαίνει τη συναισθηματική αναλγησία και την ψυχική αποστέγνωση -άρα απομάκρυνση- του Εκπαιδευτικού Υποκειμένου από τις πραγματικές λειτουργικές ανάγκες του ρόλου του στην Κοινωνική οντότητα.
Ειδικότερα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση -ευάλωτη ως και εύθραυστη ενίοτε δομολειτουργικά- πλειστάκις δεν υπάρχει ενσυναίσθηση των ειδικών συνθηκών που κινούν και διέπουν τον ιδιοσυστασιακό ψυχισμό. Ότι δηλαδή τα ιδιαίτερα ψυχοβιολογικά χαρακτηριστικά πρέπει να προσεγγίζονται και να ερμηνεύονται με την έννοια του «είναι» (ως ποιότητα και τρόπος ύπαρξης) και όχι του «έχειν» (ως νόσημα). Η κατανόηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν ως «εφιαλτικά» βιώματα τα παιδιά των ηλικιών 6 - 12 ετών, με εκφρασμένες μη στερεοτυπικές συμπεριφορές, κατά τη σχολική διαδικασία ένταξής τους, καθιστά εδραία την ευθύνη της αντιμετώπισης με ευρύνοια των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων. Εν συνόλω θα πρέπει να αποφεύγονται εσφαλμένες κρίσεις και αυθαίρετες θεωρήσεις με καταγωγισμό στον φόβο και στην ελλιπή ενημέρωση, που οδηγούν στο ενδεχόμενο της ολοσχερούς απαξίωσης των αληθινών ατομικών στοιχείων της προσωπικότητας των παιδιών και στην περιθωριοποίησή τους εν τέλει.
Οι ίδιοι οι υπεύθυνοι διδάσκοντες θα πρέπει να συνυπολογίζουν με ενεργητικό τρόπο τη φύση των ιδιοσυγκρασιακών δεδομένων των μαθητών τους εσωτερικεύοντας το παράδειγμα του πραγματικού δασκάλου, που διαρκώς «μαθαίνει» από τον σχολικό -κοινωνικό «μικρόκοσμο- μακρόκοσμο» και δεν αντιμετωπίζει ως παρεκκλίνουσα τη συμπεριφορά που δεν είναι τυπικά κανονικοποιημένη και αποδεκτή. Να επιβραβεύουν de jure -με την αίσθηση του δικαίου και της λογικής- το «μυαλό», την ψυχή όλων των παιδιών, ορμώμενοι από το δημοκρατικό - αξιακό πλέγμα που εμπνέει εγγενώς την έννοια της Παιδείας και της Εκπαίδευσης.
Εξαϋλώνονται τοιουτοτρόπως τραχείς, βόρβορες, εκφασίζουσες συμπεριφορές ναρκισσιστικής υπεροψίας που παρατηρούνται από ομάδες γονέων, που ανεξέλεγκτα κάποιες φορές παρεμβαίνουν στο εκπαιδευτικό έργο, αποπειρώμενοι τον εξοβελισμό - εξοστρακισμό του «διαφορετικού» από το δημοκρατικό δικαίωμα της μόρφωσης, της δημιουργίας, της εκπαίδευσης, της ζωής.
Συνεπώς ο αρτιωμένος δάσκαλος, γονέας, πολίτης στις σύγχρονες συνθήκες κοινωνικής κρίσης, οφείλει να επιβεβαιώνει και να διασφαλίζει τον θεσμό της Παιδείας, ως πρωτογενή φορέα έκδηλων αξιών (γνώση) και μη έκδηλων (κοινωνικοποίηση), από εγωτικά κίνητρα που λειτουργούν ως αποσυνάγωγα του ανθρωπιστικού πνεύματος.
Ας μην ξεχνάμε ότι η προσωπικότητα κάθε ανθρώπου απαρτίζεται από στοιχεία «αναπόδραστης» ατομικότητας που τη συγκροτούν. Εξάλλου η ύπαρξη του «άλλου» γονιμοποιεί το σχολικό κύτταρο, το εγχρωματίζει και δεν το αφανίζει...
Ας αποτιμάμε την πολυδαίδαλη και πολυσύνθετη εκπαιδευτική δημιουργία με ισοτιμία, αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη.
Από τήν Αυγή online