To βιβλίο «Η Μακρά σκιά της δεκαετίας του ΄40 Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση - Εμφύλιος» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν αποτελεί μόνο φόρο τιμής σε έναν εξέχοντα ιστορικό, τον Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος με το έργο του άνοιξε δρόμους στην ελληνική ιστοριογραφία γύρω από τη δεκαετία του 1940.
Αποτελεί παράλληλα ένα μοναδικό αποτύπωμα της σύγχρονης συζήτησης, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, αναφορικά με τη μνήμη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη δημόσια ιστορία του.
Ο τόμος ( 472 σελίδες) επικεντρώνεται γύρω από θέματα που αποτέλεσαν για πολλές δεκαετίες ταμπού για την εγχώρια και ξένη ιστοριογραφία. Ανάμεσά τους το ναζιστικό παρελθόν σε χώρες όπως η ίδια η Γερμανία ή η Αυστρία, η συνεργασία στην εξόντωση των Εβραίων στην Ολλανδία ή στη Βουλγαρία, ο δωσιλογισμός και η ένοπλη συνεργασία στην Ελλάδα. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στη σύγχρονη συζήτηση, στην κριτική περί αναθεωρητισμού, στους «πολέμους της μνήμης».
Η συμμετοχή σημαντικών Ελλήνων και ξένων ιστορικών, με συχνά διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες αντιλήψεις, εμπλουτίζει τον τόμο αναδεικνύοντας τη ζωντάνια και την κρισιμότητα μιας δεκαετίας που σημάδεψε τον 20ο αιώνα.
Την έκδοση επιμελήθηκαν οι ιστορικοί Κατερίνα Γαρδίκα, 'Αννα Μαρία Δρουμπούκη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Κώστας Ράπτης. Διαμορφώνεται σε πέντε ενότητες και η πρώτη επικεντρώνεται στις ευρωπαϊκές πολιτικές και πρακτικές της μνήμης , εξίσου των νικητών και ηττημένων.
Ξεκινά με το κείμενο του κορυφαίου Γερμανού ιστορικού Βόλφγκανγκ Μπεντς (Wolfgang Benz), για τη διαχείριση του ναζιστικού παρελθόντος στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Αναφέρεται στην «αποναζιστικοποίηση» που συντελέστηκε με διαφορετικό τρόπο στις δύο Γερμανίες, καθώς «η Ανατολική (ΓΛΔ) έδωσε έμφαση στο αντιφασιστικό αφήγημα, κατηγορώντας το αντίπαλο στρατόπεδο της Δυτικής Γερμανίας (ΟΔΓ) για μιλιταριστική και ρεβανσιστική πολιτική με τη σύμπραξη των άλλοτε Ναζί».
Η ''αποναζιστικοποίηση'' επισημαίνει ο Β. Μπεντς «εκφυλίστηκε σε μια διαδικασία σιωπηλού ξεπλύματος των ναζί σε καιροσκόπους ή και σε αθωωμένους.Επίσης, δεν κατάφερε να εκπληρώσει την πολιτική αναγκαιότητα της αποκατάστασης των μελών και αξιωματούχων της χιτλερικής παράταξης με τον κατάλληλο για την κάθε περίσταση τρόπο» συνεχίζει ο ίδιος: «Αυτό συνέβη διότι δεν θα ήταν εφικτή η δόμηση μιας δημοκρατικής μεταπολεμικής κοινωνίας στη Γερμανία, εφόσον εκατομμύρια πρώην Ναζί παρέμεναν στιγματισμένοι ως παρίες.
Το δίλημμα μεταξύ ηθικής αξίωσης, πολιτικής αναγκαιότητας και κοινωνικής πραγματικότητας παρέμεινε. Η ''αποναζιστικοποίηση'' έγινε για τους περισσότερους αντιληπτή με ανακούφιση ως ένα τερματικό σημείο, μετά το οποίο μια ολόκληρη γενιά αντιμετώπιζε πλέον τον εθνικοσοσιαλισμό με συλλογική σιωπή και καθολική λήθη. Μόνο οι απόγονοι προσπάθησαν να σπάσουν αυτήν τη σιωπή, και ο διάλογός τους με το ναζιστικό παρελθόν ξεκίνησε αργά, μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960».
Στην ενωμένη πλέον Γερμανία, το κεντρικό μνημείο για το Ολοκαύτωμα στην καρδιά του Βερολίνου παραμένει το πιο συμπαγές παράδειγμα των προτεραιοτήτων της γερμανικής πολιτικής της μνήμης, τονίζει ο ιστορικός, ο οποίος διευθύνει από το 1990 το κέντρο έρευνας για τον αντισημιτισμό στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Τα ναζιστικά εγκλήματα παρέμειναν για χρόνια άγνωστα κεφάλαια του πολέμου στην δημόσια μνήμη των Γερμανών , όπως και η ιστορία της κατεχόμενης Ελλάδας. Τους λόγους αναλύει στην ίδια ενότητα ο δημοσιογράφος Έμπερχαρντ Ρόντχολτς (Eberhard Rondholz). Ακόμα και σήμερα λίγοι Γερμανοί γνωρίζουν για τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, αναφέρει στο κείμενο του «Η επιλεκτική μνήμη των ηττημένων».
Πρόκειται για τον φιλέλληνα δημοσιογράφο που μέσα από τις εκπομπές του στη γερμανική τηλεόραση και ραδιόφωνο τη δεκαετία του 1980, έκανε γνωστά στην γερμανική κοινή γνώμη τα εγκλήματα της Βέρμαχτ στα Βαλκάνια, και κυρίως στην Ελλάδα.
«Γιατί η μνήμη μας όσον αφορά τα γεγονότα στην Ελλάδα της Kατοχής ήταν επιλεκτική δεκάδες χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, ακόμα και μετά την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στην ΟΔΓ, των γκασταρμπάιτερ (Gastarbeiter), όπως τους ονομάζαμε τότε;Γιατί ήταν τόσο πενιχρές οι πηγές, οι δευτερεύουσες, αλλά και οι δημοσιοποιημένες κύριες;» γράφει ο Ρόντχολτς .« Eνοχλούσε μια δημόσια πλέον συζήτηση για το βρόμικο παρελθόν της Βέρμαχτ και στα μέτωπα των Βαλκανίων.
Στους στρατηγούς που καταδικάστηκαν στη Νυρεμβέργη δόθηκε αμνηστία μέσα σε λίγα χρόνια· με την αμνηστία των στρατηγών ήρθε και η αμνησία για τα εγκλήματα πολέμου. Αντιθέτως, σταθερή θέση στη διαμόρφωση της δημόσιας μνήμης τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν οι αναμνήσεις των βετεράνων της Βέρμαχτ και των SS» τονίζει ο Γερμανός δημοσιογράφος. Και επισημαίνει τη «στροφή στη δημόσια εικόνα της Κατοχής» μετά την ομιλία που εκφώνησε ο Γερμανός πρόεδρος Ρίχαρντ φον Βαϊτσέκερ στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1987:
«Δόθηκε τότε η ευκαιρία στους ανταποκριτές των γερμανικών εφημερίδων για εκτεταμένα ρεπορτάζ με θέμα την Κατοχή και τις μαζικές εκτελέσεις όχι μόνο στην Καισαριανή, αλλά και στα Καλάβρυτα, την Κρήτη και το Δίστομο. Έμαθαν οι αναγνώστες για την εκτέλεση των 200 την Πρωτομαγιά του 1944 και την ιστορία του ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη.. Επίσης οι αναγνώστες έμαθαν ότι πολύ πριν επισκεφθεί ο Βαϊτσέκερ το Σκοπευτήριο η Ανατολική Γερμανία έστελνε τους πρέσβεις της εκεί κάθε Πρωτομαγιά στο μνημόσυνο για τους διακόσιους. Είχαν σημασία οι επισκέψεις σε τόπους θυσίας στην Ελλάδα, στον πόλεμο της μνήμης μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας».
Τα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου εστιάζουν στην γενοκτονία των Εβραίων, την αντίσταση και τον δωσιλογισμό στην Ελλάδα, τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική, η ιστορία και η λογοτεχνία διαχειρίστηκαν τις τραυματικές μνήμες της περιόδου, ενώ η τελευταία ενότητα περιέχει ανακοινώσεις για τις συγκρούσεις και τις διαμάχες σχετικά με τη δεκαετία του 1940 στην ελληνική και διεθνή ιστοριογραφία.
Από την ενότητα για το αντιστασιακό κίνημα και το δωσιλογισμό, ενδεικτικά παραθέτουμε ένα σύντομο απόσπασμα από το κείμενο του Δημήτρη Κουσουρή για τον δωσιλογισμό και το πέρασμά του από την πολιτική στην κοινωνική ιστορία του φαινομένου : «H μυθική ανακατασκευή του πρόσφατου παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία ''εδώ, σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, οι συνεργάτες του κατακτητή ήταν λίγοι (κι ασήμαντοι)'', αποτέλεσε κοινό τόπο του κυρίαρχου αφηγήματος σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες που μοιράστηκαν ανάλογη εμπειρία.
Στην Ελλάδα αυτός ο μύθος επικυρώθηκε με αίμα στα πεδία των μαχών του Εμφυλίου και βόλεψε στις διάφορες εκδοχές του και για διαφορετικούς λόγους τόσο το στρατόπεδο των ηττημένων, όσο κι εκείνο των νικητών. Στην πλευρά των νικητών συμμετείχαν πολλοί που είχαν κάθε συμφέρον να συγκαλύψουν ή να ''σβήσουν'' από τη συλλογική μνήμη το ένοχο παρελθόν τους· για τους ηττημένους της κομμουνιστικής Αριστεράς, η καλλιέργεια και η προβολή του πατριωτικού μύθου μιας ''παλλαϊκής αντίστασης'', της οποίας υπήρξαν οι κύριοι εκφραστές, αποτέλεσαν όχημα για την επανενσωμάτωσή τους στον ''εθνικό κορμό''».
Στις σελίδες αυτού του σημαντικού βιβλίου για τη μακρά δεκαετία του 40 διαφαίνεται τελικά ένα παρελθόν που, όπως μας πιστοποιούν οι ιστορικοί, είναι «άβολο και ιδιαίτερα ''σκληρό για να πεθάνει'', καθώς αναβιώνει πολλαπλώς, ρίχνοντας τη βαριά σκιά του στο σήμερα και στο αύριο της χώρας».
Αναδημοσίευση από τό msn.com
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου