«Πού είναι το παλιό στρατόπεδο εξορίστων;". Ο αστυνομικός δεν καταλάβαινε τι του έλεγα. Σαράντα πέντε χρόνια μετά την απόλυση του πατέρα μου από το στρατόπεδο Παρθενίου Λέρου, επισκέφθηκα το νησί με τον Μουζάλα και τον Τόσκα. Ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός μετά την Κω και πριν από τη Σάμο. Για το προσφυγικό. Κάτι μου θύμιζαν οι ευκάλυπτοι, το υψωματάκι δίπλα στο αεροδρόμιο κι ένα εστιατόριο που έμοιαζε με το καφενείο όπου συναντούσαμε τους εξόριστους.
Αισθάνθηκα ότι ήμουν κοντά. Περπατούσα συγκινημένος. Έστριψα, αντίκρισα τους μεγάλους στρατοπεδικούς θαλάμους της δωδεκανησιακής ιταλοκρατίας μέσα στα πεύκα. Εκεί έζησε εκτοπισμένος ο πατέρας επί τέσσερα χρόνια, από το 1967 έως το 1971. Μαζί με πολλούς από τη λαμπρή ΕΔΑ. Διάβασα την πινακίδα: «Προς Αγία Κιουρά». Το εκκλησάκι που είχαν εικονογραφήσει ιδιότροπα οι εξόριστοι. Ο Τσακίρης, νομίζω. Ήμουν πια σίγουρος. Βρήκα τα ίχνη του πατέρα μου, προσπαθώντας να βρω τα δικά μου. Όσο δυσκολεύομαι, τόσο βαθύτερα θυμάμαι.
Η πολιτική είναι ένα άνυδρο πράγμα, ενίοτε άχρηστο, βίαιο σίγουρα. Η πολιτική που προϋπέθεσε τα στρατόπεδα της μεγάλης αριστερής δημοκρατίας, που χρησιμοποίησε την υπεραξία αυτών των ανθρώπων, των εξορίστων, με τη χαμηλή φωνή, που κανείς δεν τους προέβαλε, που δεν έγιναν κανενός είδους πρωτοσέλιδα και που σήμερα σχεδόν κανείς δεν θυμάται, ούτε καν αναγνωρίζει το στρατοπεδικό ίχνος τους, με παραπέμπουν στο είδος του ταξιδιού μου. Ενός μεικτού μυστηριώδους ταξιδιού που ξεκίνησε νύχτα.
Το ελικόπτερο απογειώθηκε εκ νέου με κατεύθυνση τη Σάμο. Από ψηλά κοίταζα τον κόλπο όπου αναπτυσσόταν το στρατόπεδο, επιστρέφοντας πλέον στο νησί μου. Οι πρόσφυγες συνωστίζονταν στα κοντέινερ. Διάφοροι «ΟΗΕδες», ομάδες πολιτών, εθελοντές, λιμενικοί, αστυνόμοι, αυτοδιοικητικοί, συνωστίζονταν σε μια ιδιότροπη προσφορά. Οι γυναίκες και οι άντρες των ουμανιστικών οργανώσεων είχαν ένταση. Πού θα στεγαστούν τώρα που έρχεται ο χειμώνας; Πώς θα σιτιστούν; Μια μέριμνα και μια αγωνία που την επέτειναν διάφορες γραφειοκρατικές και οικονομικές ανασχέσεις. Όλα γίνονται δύσκολα όταν δεν υπάρχουν τα χρήματα.
Τις τελευταίες ημέρες βρέθηκα στο κέντρο μιας μιντιακής παρόξυνσης (αρπάζουν ένα απόσπασμα από τον λόγο σου και το στρίβουν όπως θέλουν, χωρίς δυνατότητα για αντίπραξη, αφού ο καθένας διαβάζει αυτό που χρειάζεται και όχι αυτό που λες), πιάστηκα λίγο απ' τα μεγάλα σχήματα της παλιάς Αριστεράς. Νοστάλγησα λίγο την καθαρή σχέση με τον κόσμο που έχει αυτός που κατοικεί στον δικό του κόσμο -όπως η παλιά Αριστερά. Και μίσησα την ωμή και αδιέξοδη σχέση που έχει με τον κόσμο αυτός που κατοικεί σε κανέναν κόσμο -όπως εμείς, η «νέα» Αριστερά.
Γιατί αυτό το αλλόκοτο που πολιτικά συμβαίνει σε πάει αλλού, όχι κάπου, αλλά σ' ένα διαρκές και αχανές πολιτικό αλλού. Κι αυτό το αλλού, άτοπο και άτμητο, ενιαίο και ασχημάτιστο, καταφέρνει παραδόξως να ορίζει έναν νέο και εντελώς μεταφυσικό ρεαλισμό. Ναι. Ο Ολάντ μίλησε στη Βουλή όπως ακριβώς χρειαζόταν να τον ακούσουμε οι Έλληνες. Πρόσφερε μια σκληρή ευεργεσία προς αυτόν που έχει χάσει τα πάντα. Εμάς, δηλαδή.
Εύκολο. Και οδυνηρό. Όπως ο πρόγονός του, Ζισκάρ Ντ' Εστέν, που πριν καμιά σαρανταριά χρόνια στερέωσε την Ελλάδα και τον Κ. Καραμανλή σε μια εναλλακτική δυτική συμμαχία, μια ευρωπαϊκή φαντασίωση και μια οικονομική καχεξία. Που, όμως, δεν θεμελίωσε απλώς μια νεόπλουτη φτώχεια -αυτή που ανέπτυξε ο τόπος μας στη θέση της ανάπτυξης- αλλά μια ερημιά. Σαν αυτή του στρατοπέδου της Λέρου, των ναυαγισμένων προσφυγικών λέμβων του Αιγαίου και της συλλογικής πολιτικής μας λύπης.
Από τήν Αυγή Online
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου