Το θυμάσαι σα να 'τανε χτες...
Η σειρά «η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» τηλεοπτική μεταφορά, το 1979, του ομώνυμου μυθιστορήματος του Στρατή Μυριβήλη, στην τότε ΕΡΤ.
Στο λιμάνι του Μολύβου φτάνει η βάρκα με τους πρόσφυγες. Υπό τους ήχους ενός πένθιμου εμβατήριου, που αποδίδει με το βιολί του ένα «γραφικός» λαϊκός οργανοπαίκτης της Μυτιλήνης, «του Τριανταφλέλ'», ο Τριαντάφυλλος Κουγιανός.
Πέρασαν χρόνια σαν άκουσες πως ετούτος ο σκοπός που έπαιζε «του Τριανταφλέλ'» ήταν γραμμένος από το μεγάλο Σοπέν!
Με τους ήχους λοιπόν του Σοπέν αποβιβάζονται στο λιμανάκι του Μολύβου, το λιμάνι της αρχαίας κραταιάς Μήθυμνας οι πρόσφυγες της Μικρασίας.
Δένει η βάρκα εκεί στη φυτρωμένη θαρρείς στο χώμα αρχαία κολώνα από ντόπιο ιγνιμβρίτη, την ντόπια κόκκινη σαρμουσακόπετρα, που γέννησε εκατομμύρια χρόνια πριν η έκρηξη ενός ηφαιστείου της γειτονιάς.
Παραστάδα στην είσοδο της μικρής εκκλησιάς του Άι Νικόλα.
Στην τρύπα για το σύνδεσμο του ενός σπονδύλου του αρχαίου κίονα με τον άλλον, ένα καρβουνάκι κι ένα τόσο δα κομμάτι από λιβάνι φτιαγμένο από μαγιάτικα μύρα...
Κι ένας σταυρός στην εικόνα της Παναγιάς.
«Σε ευχαριστώ που σωθήκαμε.
Βοήθα όσους μείναν πίσω,
βοήθα όσους παλεύουν να σωθούν.
Μέρεψε όσους χαθήκαν για πάντα».
Η Παναγιά στα ζερβά του τέμπλου της μικρής εκκλησιάς στο λιμάνι του Μολύβου.
Το βράδυ της Τετάρτης η μικρή εκκλησία του αγαπημένου Άγιου που ονοματίστηκε χάρη στην Άγια πολυπόθητη νίκη του λαού, ξανάνοιξε.
Γιόμισε ήχους γνώριμους από παλιά.
Πόνο, δάκρυα, φωνές, παρακάλια...
Όσοι ζήσαν από το χαμό του ναυαγίου της Τετάρτης στέγνωσαν στη ρίζα της εικόνας της Παναγιάς, ακουμπήσαν το βρεμένο από την αρμύρα κεφάλι τους και στη δικιά τους γλώσσα Αφγανικά, Αραβικά, ανθρώπινα είπαν τα ίδια λόγια:
«Σε ευχαριστώ που σωθήκαμε.
Βοήθα όσους μείναν πίσω,
βοήθα όσους παλεύουν να σωθούν.
Μέρεψε όσους χαθήκαν για πάντα»...
Μέρεψε η μικρή εκκλησιά, σα να 'δες το Λεωνή και τη Σαπφώ από τη «δασκάλα με τα χρυσά μάτια» να επιμένουν πως η ζωή νικάει το θάνατο,
μερέψαν οι πρόσφυγες που παραδόθηκαν στη ζεστασιά των καντηλιών και στη σκέπη του Άη Νικόλα,
μέρεψε η προσφυγιά,
μέρεψε η νύχτα...
Σα βγήκες στην άγρια νύχτα ο αγέρας θαρρείς σφύριζε στους ήχους του πένθιμου εμβατήριου που 'παιξε με το βιολί ο «γραφικός» λαϊκός οργανοπαίκτης της Μυτιλήνης, «του Τριανταφλέλ'», ο Τριαντάφυλλος Κουγιανός.
«Καληνύχτα...», άκουσες.
«Ποιος είσαι;», ρώτησες τον άγνωστο που σε αποχαιρετούσε.
«Θόδωρος Αθηνιώτης, Τσεσμελής τρατάρης», αποκρίθηκε χωρίς να γυρίσει να σε κοιτάξει ενώ χανόταν στο σκοτάδι.
Θυμήθηκες.
Η εικόνα της Παναγιάς.
Το τάμα του πρόσφυγα που σώθηκε το 1922.
«Δαπάνοις Θόδωρου Κων. Αθηνιώτου. Τσεσμελή Τρατάρη».
Σταυροκοπήθηκες...
Σταυροκοπήθηκες;
«Σε ευχαριστώ που σωθήκαμε.
Βοήθα όσους μείναν πίσω,
βοήθα όσους παλεύουν να σωθούν.
Μέρεψε όσους χαθήκαν για πάντα»...
Από τό Left.gr
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου