Ο Χέλμουτ Σμιτ, κάποτε καγκελάριος της Γερμανίας και τελευταίος πολιτικός διανοούμενος της χώρας "των ποιητών και διανοητών", όπως αυτοκαθορίζεται, έλεγε ότι δεν φοβάται "να αλλάξει οριστικά τη διεύθυνσή του". Χθες την άλλαξε. Πέθανε στα 96 του, πλήρης ημερών, πλήρης εμπειριών. Και πέθανε σεβαστός, σχεδόν αγαπημένος, για όλα εκείνα για τα οποία ήταν έως και μισητός όταν είχε στα χέρια του την εξουσία.
Για τον Χέλμουτ Σμιτ ισχύει το "καλά, εσύ πέθανες αργά". Τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια αφότου παρέδωσε την καγκελαρία στον Χέλμουτ Κολ -και μάλιστα χωρίς να χάσει τις εκλογές, αλλά εξαιτίας της απώλειας του κυβερνητικού του εταίρου. Αυτά τα χρόνια ο Σμιτ εξελίχθηκε στη φωνή της συνείδησης της γερμανικής πολιτικής, ο παλιομοδίτικος πραγματισμός του έφτασε να μοιάζει οραματικός, αν και συνήθιζε να λέει ότι "όποιος έχει οράματα πρέπει να πάει στον γιατρό". Διαυγής και παρεμβατικός μέχρι τέλους, ο Σμιτ δεν δίσταζε με τα άρθρα του στην εφημερίδα "Zeit" -της οποίας ήταν επί 32 χρόνια εκδότης-, με τα βιβλία του και με τις δηλώσεις του να δίνει το στίγμα του για όλα τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και της Ευρώπης.
Από την αναγκαιότητα να κλείσουν τα πυρηνικά εργοστάσια μέχρι το πώς πρέπει να εξελιχθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ("το ζητούμενο είναι η εμβάθυνση"), πώς να χειριστεί το θέμα της Ουκρανίας - ("την πιέζουμε να διαλέξει μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι Βρυξέλλες δεν ξέρουν τι τους γίνεται") τι λάθη κάνει με την Ελλάδα ("ανεπιθύμητο το Grexit, ελαφρώστε το χρέος, κάντε επενδύσεις").
Ήταν ο τελευταίος των πολιτικών που έζησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως φαντάρος στο ανατολικό και το δυτικό μέτωπο. Ποτέ δεν του κόλλησε η ρετσινιά του Ναζί, αφού ούτε στον πόλεμο κρατούσε το στόμα του κλειστό. Μετά την απελευθέρωσή του από τη βρετανική αιχμαλωσία το 1946 μπήκε στο SPD, σπούδασε οικονομικά και το 1953 εξελέγη πρώτη φορά στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βόννης.
Πρώτη φορά έκανε όνομα ως "μάνατζερ της κρίσης" το 1963 στη μεγάλη και πολύνεκρη πλημμύρα του Αμβούργου -και έκτοτε το κράτησε. Όταν περίπου αναπάντεχα διαδέχθηκε στην καγκελαρία τον Βίλι Μπραντ το 1974 έπρεπε να διαχειριστεί την πρώτη μεγάλη κρίση του πετρελαίου, με την ύφεση και ανεργία που έφερε, αλλά και το ματωμένο γερμανικό "φθινόπωρο" της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, με γνώμονα ότι "το κράτος δεν εκβιάζεται".
Αγαπητός καγκελάριος δεν ήταν ο Σμιτ για τους Γερμανούς. Ειδικά η σύγκριση του ψυχρού πραγματιστή από το Αμβούργο με τον οραματιστή "καγκελάριο της καρδιάς" Βίλι Μπραντ ήταν πάντοτε εις βάρος του. Αλλά και μέσα στο κόμμα του ο Σμιτ δεν ήταν αγαπητός, κυρίως για την επιμονή του να επιτρέψει στο ΝΑΤΟ να εγκαταστήσει πυραύλους με πυρηνικές κεφαλές στη Δυτική Ευρώπη, κόντρα στη θέληση των πολιτών.
Ωστόσο, η έγκαιρη αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική -το 1987 έφυγε και από βουλευτής- και η επιμονή του στις αρχές του, που με την πάροδο του χρόνου φάνταζαν πιο... οραματικές όσο το σοσιαλδημοκρατικό περιβάλλον γινόταν πιο δεξιό και διαχειριστικό, τον ανέβαζαν χρόνο με τον χρόνο πιο ψηλά στο βάθρο ενός πολιτικού ειδώλου. Και οι καταδιωκόμενοι καπνιστές τον είχαν ως... θεό. Παρά τα γλυκερά τσιγάρα μεντόλ που κάπνιζε μέχρι να κλείσει χθες τα μάτια του.
Από τήν Αυγή online
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου